Πρωτομαγιά χωρίς μνήμη: Η σκιά και το φως του Εμμανουήλ Ξανθάκη

Κάθε χρόνο, όταν ο Μάιος ανοίγει την πύλη του, η ατμόσφαιρα γίνεται βαρύτερη.
Δεν είναι μόνο η μυρωδιά της άνοιξης, ούτε η θυμηδία των πανό.
Είναι η ανείπωτη παρουσία των αφανών, εκείνων που έμειναν στα περιθώρια της επίσημης μνήμης, αλλά ζουν στο αίμα των απογόνων τους.

Η Πρωτομαγιά δεν είναι μια μέρα αργίας.
Είναι μια μέρα ευθύνης.
Μια στιγμή όπου η Ιστορία καλεί να λογοδοτήσουμε όχι μόνο για όσα κερδίσαμε, αλλά και για όσα ξεχάσαμε.
Ανάμεσα στις νότες των εμβατηρίων και τα ψηλά συνθήματα, ξεπροβάλλει η σιωπηλή μορφή του παππού μου, Εμμανουήλ Ξανθάκη.

Ένας άνθρωπος που δεν αναγράφεται στα επίσημα κιτάπια, αλλά υπήρξε ένας από εκείνους που κράτησαν ζωντανή τη φλόγα του εργατικού αγώνα, όταν οι περισσότεροι έσκυβαν το κεφάλι.

Ο παππούς μου, Εμμανουήλ Ξανθάκης, ήταν ένας από αυτούς — ένας άνθρωπος που έδωσε τη ζωή του για να φτιάξει έναν κόσμο όπου η εργατική τάξη θα στεκόταν με αξιοπρέπεια, και όμως, το όνομά του σβήστηκε σαν κιμωλία από τον πίνακα της Ιστορίας.

Ήταν ράφτης στο επάγγελμα, εργάτης στην πράξη, αγωνιστής στην ψυχή.

Όχι με μεγάλα λόγια, αλλά με πράξεις που χάραξαν τον κοινωνικό ιστό.
Ράβοντας με το ένα χέρι τα ρούχα του λαού και με το άλλο τις ραφές μιας πιο δίκαιης κοινωνίας, ανήκε σ’ εκείνη τη γενιά που δεν διεκδικούσε τιμές, αλλά άνοιγε δρόμους.

Ο παππούς μου δεν στάθηκε απέναντι στους ισχυρούς για να υψώσει το εγώ του.
Στάθηκε γιατί πίστευε πως κανένας δεν πρέπει να ζητιανεύει για τα αυτονόητα.

Το 1925, σε μια Ελλάδα που ακόμη διστακτικά έβγαινε από πολέμους και διχασμούς, τόλμησε να αρνηθεί την εξαγορά της σιωπής του.

Όταν τον πλησίασαν αμερικανικά συμφέροντα για να μετριάσει τη δράση του στο συνδικαλιστικό κίνημα, εκείνος αποκρίθηκε με την ανυποχώρητη γλώσσα των Κρητικών: «Η αξιοπρέπεια δεν αγοράζεται. Δεν είναι εμπόρευμα, είναι όρκος». άκουγα να μου  λέει η μητέρα μου για τον Παππού μου, σαν να μεταφέρει ένα ιερό απόσπασμα.
Ήταν ηθική που δεν χωρούσε σε συμβόλαια.

Τον όρκο αυτό τον τίμησε με κάθε ίνα του σώματός του.

Συνεργάστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όχι για να γράψει το όνομά του δίπλα σε μεγάλες μορφές, αλλά γιατί πίστευε ότι η δημοκρατία χτίζεται από τα θεμέλια — και τα θεμέλια είναι οι εργάτες.
Ήταν σοσιαλιστής της μετριοπάθειας, της ευθύνης, της συλλογικότητας, της αθόρυβης οικοδόμησης, της πίστης πως η Δημοκρατία γεννιέται από τα χέρια των εργατών και πεθαίνει όταν αυτοί λησμονούνται, και όχι με φωτογραφίες και ρητορικές φωτιές.

Κι όμως, η ΓΣΕΕ — ο οργανισμός που βοήθησε να γεννηθεί — τον έσβησε.
Στα αρχεία της, στις εορταστικές αναμνήσεις, στις επίσημες αφηγήσεις, ο Εμμανουήλ Ξανθάκης είναι μια σκιά.
Δεν υπάρχει ούτε μια αναφορά.
Η λήθη αυτή δεν είναι απλώς μια οικογενειακή πληγή.

Είναι προδοσία στην ίδια την ιδέα του εργατικού κινήματος: ότι οι αγώνες των προγόνων είναι τα θεμέλια των σημερινών δικαιωμάτων, και αυτή η σιωπή δεν πονά μόνο εμένα — είναι ντροπή για ένα κίνημα που στηρίζεται στη συλλογική μνήμη.

Όταν σβήνεις εκείνους που έσπειραν τα δικαιώματα, χάνεις το νήμα της ιστορίας σου.
Και χωρίς νήμα, το ύφασμα του μέλλοντος γίνεται κουρέλι.

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η Πρωτομαγιά κινδυνεύει να γίνει καρικατούρα του εαυτού της.
Με παρελάσεις που δεν θυμίζουν τίποτα από τις αυθεντικές πορείες της ελπίδας.
Με λόγους που εξαντλούνται σε χειροκροτήματα, χωρίς ψυχή.

Αλλά η αληθινή Πρωτομαγιά δεν κατοικεί στις μικροφωνικές.
Είναι στις σιωπηλές μνήμες, στα ροζιασμένα χέρια, στα βλέμματα όσων ξέρουν τι σημαίνει να μην έχεις φωνή και να απαιτείς να σε ακούσουν.

Δεν γράφω αυτό το κείμενο για να απαιτήσω τιμές.
Γράφω για να πω πως η αλήθεια είναι υποχρέωση.

Να αναγνωριστεί, έστω και τώρα, ότι ο Εμμανουήλ Ξανθάκης ήταν ένας από τους αρχιτέκτονες των εργατικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα.

Ότι η φωνή του ακούγεται ακόμα, αν και σιωπηλή, μέσα από κάθε απεργία που γίνεται με αξιοπρέπεια, κάθε αίτημα που δεν υπογράφεται με υποκρισία.

Επαναλαμβάνω δεν γράφω  για να δοξαστεί ένα όνομα, αλλά για να αποκατασταθεί η ιστορική αλήθεια.

Ο Εμμανουήλ Ξανθάκης ήταν ένας από τους λίγους που δεν υπέκυψαν ούτε στη φτώχεια, ούτε στις απειλές, ούτε στις υποσχέσεις.
Και το χρωστάμε όχι σ’ εκείνον μόνο, αλλά σε όλους όσους βάδισαν τον ίδιο ανηφορικό δρόμο της αξιοπρέπειας.

Ως εγγονός του, δεσμεύομαι να κρατήσω ζωντανή τη μνήμη του.
Όχι με πικρία — γιατί η αλήθεια δεν εκδικείται.
Αλλά με περηφάνια.
Γιατί η κληρονομιά του  Ζει σε κάθε εργάτη που σηκώνει το κεφάλι, σε κάθε αγώνα που δεν πουλιέται..

Και αν η επίσημη Ιστορία αποφασίσει να συνεχίσει να τον αγνοεί, τότε θα την διορθώσουμε εμείς.
Όχι με φωνές, αλλά με πράξεις.
Γιατί κάποια ονόματα δεν χρειάζονται πλάκες για να ζήσουν.
Εμείς — που κρατάμε τις ιστορίες του — δεν θα αφήσουμε τη σκιά του να χαθεί στο σκοτάδι.
Αρκεί μια Πρωτομαγιά με Μνήμη.

Για τον Πρωτεργάτη της Γ.Σ.Ε.Ε. Παππού μου Εμμανουήλ Ξανθάκη

Comments are closed.