Επιστολή Διαμαρτυρίας & Αναλυτικής Παρέμβασης: Ζήτημα Μισανδρίας, Στοχοποίησης Ανδρών & Ελλείψεις Θεσμικών Πολιτικών
Επιστολή Διαμαρτυρίας & Αναλυτικής Παρέμβασης: Ζήτημα Μισανδρίας, Στοχοποίησης Ανδρών & Ελλείψεις Θεσμικών Πολιτικών
Προς:
- Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ)
- Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ)
- Υπουργείο Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής
- Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη
- Υπουργείο Δικαιοσύνης
- Υπουργείο Παιδείας
ΜΜΕ – εκπομπές
Η παρούσα επιστολή συντάσσεται σε ένα πλαίσιο βαθύτατου κοινωνικού προβληματισμού σχετικά με τη συστηματική παραμέληση θεμάτων που αφορούν τους άνδρες, τους πατέρες και τα αγόρια τόσο στη δημόσια σφαίρα όσο και στις θεσμικές πολιτικές. Ενώ οι πρωτοβουλίες για την προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών είναι εύλογες και απαραίτητες, παρατηρείται μια επικίνδυνη θεσμική και κοινωνική μεροληψία, η οποία υποτιμά τις ανάγκες, τα προβλήματα και τα δικαιώματα των ανδρών.
1. Η Αορατότητα των Ανδρών ως Θυμάτων:
Η ψυχική, σωματική και κοινωνική βία κατά των ανδρών αποτελεί συχνά ένα αόρατο φαινόμενο που παραμένει στο περιθώριο του δημόσιου διαλόγου. Παρά το γεγονός ότι έρευνες (Scourfield, 2015) επιβεβαιώνουν ότι οι άνδρες-θύματα βιώνουν σοβαρό στιγματισμό όταν προσπαθούν να αναζητήσουν βοήθεια –δεδομένου ότι η κοινωνία εξακολουθεί να αναμένει από αυτούς να είναι “δυνατοί” και αυτάρκεις–, δεν υπάρχει καμία σοβαρή θεσμική μέριμνα που να αναγνωρίζει και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους. Αυτή η κουλτούρα σιωπής και παραμέλησης έχει σοβαρές ψυχοκοινωνικές συνέπειες, οδηγώντας σε υψηλά ποσοστά αυτοκτονιών, επιδείνωση της ψυχικής υγείας και κοινωνική περιθωριοποίηση.
Παρά τις διακηρύξεις περί ισότητας, τα υπουργεία, οι κρατικοί φορείς και θεσμοί όπως το Υπουργείο Οικογένειας, Προστασίας του Πολίτη, Υγείας και Παιδείας παραλείπουν συστηματικά να εντάξουν την ανδρική διάσταση της βίας και της ευαλωτότητας στις στρατηγικές και τα προγράμματά τους. Ο “Συνήγορος του Πολίτη”, ο οποίος τυπικά έχει ως αποστολή την προάσπιση των δικαιωμάτων όλων των πολιτών, σιωπά σε μεγάλο βαθμό γύρω από τις ανάγκες των ανδρών-θυμάτων, με ελάχιστες ή αποσπασματικές παρεμβάσεις.
Το ίδιο ανησυχητική είναι η πλήρης αδιαφορία σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ευρωπαϊκές οδηγίες και στρατηγικές για την ισότητα των φύλων εστιάζουν σχεδόν αποκλειστικά στη βία κατά των γυναικών, αγνοώντας ότι η ισότητα απαιτεί την προστασία όλων ανεξαιρέτως των φύλων. Ο ευρωπαϊκός λόγος περί “gender mainstreaming” καταλήγει να λειτουργεί μεροληπτικά, ενισχύοντας τα στερεότυπα αντί να τα αποδομεί, και αφήνοντας τους άνδρες-θύματα χωρίς θεσμική εκπροσώπηση.
Ιδιαίτερα απογοητευτική είναι και η στάση ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στον χώρο της προστασίας από τη βία. Ενώ ένας τεράστιος αριθμός οργανώσεων –συμπεριλαμβανομένων γνωστών φορέων όπως το “Χαμόγελο του Παιδιού” και δεκάδες άλλες ΜΚΟ– δηλώνουν προσηλωμένοι στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της οικογένειας, οι δράσεις τους παραμένουν μονόπλευρες, εστιάζοντας σχεδόν αποκλειστικά στη γυναίκα και το παιδί, χωρίς να αναγνωρίζουν ότι τα αγόρια και οι άνδρες αντιμετωπίζουν επίσης σοβαρούς κινδύνους και τραύματα. Αυτό το θεσμικό κενό επιτείνεται από την έλλειψη κατάλληλων πρωτοκόλλων, δομών φιλοξενίας και υπηρεσιών ψυχολογικής υποστήριξης αποκλειστικά για άνδρες-θύματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διεθνείς καλές πρακτικές, όπως π.χ. στην Αυστραλία ή σε ορισμένες Πολιτείες των ΗΠΑ, περιλαμβάνουν ειδικά σχεδιασμένα προγράμματα για άνδρες-θύματα, με στόχο την αποστιγματοποίηση της αναζήτησης βοήθειας και την προώθηση της ψυχικής υγείας. Στην Ελλάδα, ωστόσο, τέτοια παραδείγματα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων τοπικών ή προσωρινών δράσεων, που ούτε επαρκούν ούτε ενσωματώνονται σε μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική.
Η στάση αυτή δεν είναι απλώς αποτέλεσμα αδράνειας. Φαίνεται να αντικατοπτρίζει μια βαθύτερη θεσμική προκατάληψη, η οποία αρνείται να δει την ανδρική ευαλωτότητα ως κοινωνικό ζήτημα ίσης σημασίας. Πρόκειται για μια παράλειψη που αγγίζει τα όρια της ηθικής αποτυχίας της πολιτείας και των αρμόδιων φορέων, καθώς η μη αναγνώριση των προβλημάτων οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο σιωπής, περιθωριοποίησης και, τελικά, τραγικών αποτελεσμάτων για πολλούς άνδρες.
Η ανάδειξη αυτής της προβληματικής και η απαίτηση για μια ουσιαστικά ισότιμη προσέγγιση δεν είναι απλώς ζήτημα δικαιοσύνης, αλλά προϋπόθεση για μια κοινωνία πραγματικά βασισμένη στην αμοιβαία φροντίδα και τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας – ανεξαρτήτως φύλου.
2. Θρησκευτικά Αντικείμενα & Μουσεία:
Στα μουσεία και τους εκθεσιακούς χώρους, η παρουσία αντικειμένων με θρησκευτική αναφορά –όπως εικόνες, σταυροί, χειρόγραφα και άλλα σύμβολα της πίστης– διατηρεί μια κομβική θέση στην πολιτιστική κληρονομιά. Ωστόσο, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση αναγνώρισης αυτών των αντικειμένων όχι μόνο ως φορείς πνευματικής ή ιστορικής σημασίας αλλά και ως “τεκμήρια” που συνδέονται με αφηγήσεις περί «τοξικής πατριαρχίας» ή «καταπιεστικών κοινωνικών δομών».
Αυτή η οπτική συχνά οδηγεί σε επιφανειακές ή αρνητικά φορτισμένες ερμηνείες, όπου η θρησκευτική παράδοση αναπαρίσταται μονοδιάστατα ως παράγοντας που ενίσχυσε τη γυναικεία καταπίεση ή άλλες μορφές κοινωνικής ανισότητας. Το πρόβλημα δεν έγκειται στην αναγνώριση της ιστορικής σύνδεσης μεταξύ θρησκείας και κοινωνικής δομής, αλλά στην απλοϊκή και αποσπασματική προσέγγιση που αγνοεί το πολυδιάστατο πολιτισμικό και ανθρωπολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά τα αντικείμενα δημιουργήθηκαν και εξελίχθηκαν.
Η τακτική αυτή εκτρέπει τον εκπαιδευτικό και πολιτιστικό στόχο των μουσείων από τον αρχικό του προσανατολισμό –δηλαδή την κατανόηση και τον σεβασμό της ιστορικής πολυπλοκότητας– και τον μετατρέπει σε εργαλείο ιδεολογικής καθοδήγησης. Ο Holter (2014) επισημαίνει ότι όταν η ερμηνεία της ιστορίας εστιάζει μονομερώς σε κατηγορίες όπως η “πατριαρχία”, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις αλληλεπιδράσεις των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών παραμέτρων, οδηγούμαστε σε μια στρεβλή αντίληψη της παράδοσης, η οποία ελάχιστα εξυπηρετεί τον σκοπό της ολιστικής εκπαίδευσης.
Παράλληλα, πρέπει να σημειωθεί ότι η αρρενωπότητα –ως κοινωνικό και πολιτιστικό φαινόμενο που απεικονίζεται στα θρησκευτικά έργα– σπάνια ερμηνεύεται με ουδέτερο ή θετικό τρόπο. Αντιθέτως, η ανδρική παρουσία στα θρησκευτικά σύμβολα (π.χ. η μορφή του Χριστού, των Αποστόλων, ή των Πατέρων της Εκκλησίας) συχνά παρουσιάζεται ως εγγενώς συνδεδεμένη με την επιβολή και την κυριαρχία, παραβλέποντας άλλες διαστάσεις όπως η θυσία, η προσφορά, ή η πνευματική καθοδήγηση που αυτοί οι συμβολισμοί φέρουν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αρκετές σύγχρονες εκθέσεις παρατηρούνται ερμηνείες που αποδομούν συστηματικά όχι μόνο την έννοια της θρησκείας αλλά και αυτήν της ανδρικής βιολογίας και ταυτότητας, αναπαράγοντας μια τάση «αποανδρικοποίησης» της ιστορικής μνήμης. Αυτή η τάση ενισχύει την αίσθηση κοινωνικού αυτοματισμού και επιτείνει το χάσμα κατανόησης μεταξύ διαφορετικών ομάδων επισκεπτών, ιδιαίτερα εκείνων που προσέρχονται στα μουσεία με πρόθεση ουσιαστικής παιδείας και όχι με προκαθορισμένο ιδεολογικό φίλτρο.
3. Τραπ Μουσική & Λεξιλόγιο:
Ενώ η τραπ μουσική έχει επανειλημμένως δεχτεί κριτική για τη μισογυνική της γλώσσα, ιδίως όσον αφορά στίχους που αναπαράγουν στερεότυπα ή προωθούν την υποτίμηση των γυναικών, παρατηρείται χαρακτηριστική έλλειψη ισότιμης θεσμικής αντίδρασης σε περιπτώσεις που περιλαμβάνουν εξίσου υποτιμητικούς ή βίαιους στίχους κατά των ανδρών. Στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος της τραπ σκηνής αναπαράγει όχι μόνο εικόνες ανδρικής επιθετικότητας αλλά και φαινόμενα όπου άνδρες παρουσιάζονται ως αναλώσιμοι, ευάλωτοι ή άξιοι χλεύης και κακοποίησης. Ωστόσο, αυτή η πτυχή σπάνια αναγνωρίζεται ή αναλύεται από τα ΜΜΕ και τους θεσμικούς φορείς.
Η θεσμική ανοχή απέναντι σε μισανδρικά πρότυπα αφήνει το φαινόμενο ανεξέλεγκτο, ενισχύοντας την ιδέα ότι η στοχοποίηση του ανδρικού φύλου μέσω της τέχνης είναι ακίνδυνη ή ακόμη και «δικαιολογημένη» στο πλαίσιο ενός αντισταθμιστικού λόγου. Όπως επισημαίνει ο Cook (2009), η επιλεκτική αντίδραση σε θέματα έμφυλης ρητορικής δημιουργεί μια επικίνδυνη ασυμμετρία: ενώ η προστασία από τη μισογυνία είναι –ορθά– σαφώς θεσμοθετημένη, η μισανδρία εξακολουθεί να παραμένει εκτός θεσμικής εποπτείας, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται χωρίς κανέναν περιορισμό.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πολλοί άνδρες ακροατές της τραπ –ιδιαίτερα νέοι και έφηβοι– εκτίθενται σε περιεχόμενο που όχι μόνο τους ενθαρρύνει να ενστερνιστούν τοξικά πρότυπα συμπεριφοράς αλλά ταυτόχρονα τους αποδομεί ή τους παρουσιάζει ως ανεπαρκείς, αναλώσιμους ή ανίκανους να ανταποκριθούν σε σύγχρονες κοινωνικές προσδοκίες. Αυτή η διττή πίεση έχει σοβαρές ψυχοκοινωνικές συνέπειες, καθώς συνδέεται τόσο με την αναπαραγωγή βίας όσο και με την υποβάθμιση της ψυχικής ανθεκτικότητας των ανδρών.
Επιπλέον, η πολιτιστική βιομηχανία, σε συνδυασμό με την αδιαφορία των θεσμών, διαμορφώνει ένα πεδίο όπου η αρρενωπότητα είτε στιγματίζεται είτε παρουσιάζεται ως κάτι που πρέπει να «διορθωθεί» ή να αποδομηθεί, αντί να αναγνωρίζεται ως ισότιμο στοιχείο της ανθρώπινης εμπειρίας. Αυτή η τάση παρατηρείται όχι μόνο στη μουσική αλλά και σε άλλα μέσα, όπως οι τηλεοπτικές σειρές, οι διαφημίσεις και το θέατρο, εντείνοντας τη διαστρέβλωση της δημόσιας συζήτησης γύρω από τα έμφυλα ζητήματα.
Η απουσία θεσμικών μηχανισμών που να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν την υποτίμηση των ανδρών στην πολιτιστική παραγωγή δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο, το οποίο, αν δεν ανατραπεί, απειλεί να εδραιώσει βαθύτερα τα προβλήματα έμφυλης ανισότητας στο δημόσιο λόγο και στη συλλογική συνείδηση.
4. Μισανδρία & Υποτίμηση στην Τέχνη:
Παρά τη σημασία της καλλιτεχνικής ελευθερίας, έργα που σαρκάζουν, γελοιοποιούν ή υπονομεύουν την αρρενωπότητα προβάλλονται συστηματικά χωρίς κανένα ουσιαστικό έλεγχο ή θεσμική παρέμβαση. Η μισανδρία ενσωματώνεται στη σύγχρονη πολιτιστική παραγωγή με τρόπους που συχνά περνούν απαρατήρητοι ή θεωρούνται «δικαιολογημένοι». Στην πραγματικότητα, τέτοια έργα ενισχύουν στερεότυπα που παρουσιάζουν τους άνδρες ως τοξικούς, επικίνδυνους ή ανίκανους, δημιουργώντας ένα πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο η στοχοποίηση της αρρενωπότητας νομιμοποιείται.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι αυτή η στοχοποίηση συχνά εμφανίζεται μεταμφιεσμένη ως «κριτική» ή «σατιρική» προσέγγιση, προσδίδοντας στην μισανδρία έναν αέρα κοινωνικής αποδοχής. Ωστόσο, όπως σημειώνουν οι Nathanson & Young (2001), μια παρόμοια πρακτική εις βάρος των γυναικών θα είχε προκαλέσει άμεσες και αυστηρές θεσμικές αντιδράσεις, τόσο από οργανώσεις όσο και από κρατικούς μηχανισμούς, καθώς θα θεωρούνταν αδιαμφισβήτητα μισογυνιστική.
Αυτό το φαινόμενο εντείνεται από την έλλειψη συμμετρικής θεσμικής ευαισθησίας. Ενώ υπάρχουν σαφείς θεσμικές γραμμές και πλαίσια που αποτρέπουν ή τιμωρούν την υποτίμηση των γυναικών μέσω της τέχνης (με παραδείγματα ακυρώσεων εκδηλώσεων ή αποσύρσεων έργων όταν θεωρηθούν προσβλητικά), αντίστοιχες δράσεις δεν υφίστανται στην περίπτωση που το αντικείμενο της στοχοποίησης είναι άνδρες ή αγόρια. Η ανισότητα αυτή δημιουργεί μια στρεβλή εικόνα περί “ανεκτής” μορφής κοινωνικού σχολιασμού όταν αφορά το ανδρικό φύλο, ενώ ταυτόχρονα τροφοδοτεί μια υποδόρια κουλτούρα αποδοχής της μισανδρίας ως μια ακίνδυνη ή ακόμα και προοδευτική στάση.
Παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων συναντώνται σε θεατρικά έργα, μουσικά κομμάτια (ιδίως στη trap/rap σκηνή), τηλεοπτικές παραγωγές και διαφημιστικό υλικό, όπου η εικόνα του άνδρα παρουσιάζεται συχνά ως παρωχημένη, καταπιεστική ή γραφική, χωρίς να εξετάζεται η ενδεχόμενη ζημία που προκαλείται στο συλλογικό φαντασιακό και τη διαμόρφωση της κοινωνικής ταυτότητας των αγοριών και των νεαρών ανδρών.
Η ίδρυση των οικογενειακών γραφείων της ΕΛ.ΑΣ. αποτέλεσε πράγματι μια σημαντική θεσμική καινοτομία με στόχο την ενίσχυση της αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας. Ωστόσο, παρά τη θετική αυτή εξέλιξη, το πεδίο εφαρμογής των οικογενειακών γραφείων παραμένει ιδιαίτερα περιορισμένο και μονομερές. Τα διαθέσιμα εργαλεία, τα πρωτόκολλα διαχείρισης περιστατικών και οι παρεχόμενες υπηρεσίες απευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά σε γυναίκες-θύματα, χωρίς να έχουν αναπτυχθεί ουσιαστικοί μηχανισμοί για την υποστήριξη ανδρών και αγοριών που υφίστανται κακοποίηση ή άλλες μορφές έμφυλης βίας.
Οι άνδρες-θύματα συναντούν πολλαπλά εμπόδια ήδη από το πρώτο βήμα της αναζήτησης βοήθειας: η γραφειοκρατική ακαμψία, η έλλειψη κατάλληλης εκπαίδευσης του προσωπικού για την αναγνώριση και διαχείριση των αναγκών τους, καθώς και η απουσία ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών προσαρμοσμένων στο προφίλ τους καθιστούν την πρόσβαση στην προστασία και τη στήριξη ουσιαστικά ανύπαρκτη. Πολύ συχνά οι άνδρες θύματα καλούνται να αποδείξουν την κατάστασή τους μέσα από μια διαδικασία που φαίνεται προκατειλημμένη, καθώς το υπάρχον σύστημα τείνει να ερμηνεύει την ανδρική παρουσία μόνο ως πιθανό θύτη και όχι ως θύμα.
Αυτό δεν είναι απλώς μια θεωρητική διαπίστωση. Οι ίδιες οι αστυνομικές αρχές, μέσω δηλώσεων της ΠΟΑΣΥ (Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων) και ανακοινώσεων του Γραφείου Τύπου της ΕΛ.ΑΣ., έχουν επανειλημμένως υπογραμμίσει την ανάγκη για πρόσθετους πόρους, εκτενή εκπαίδευση προσωπικού, και –κυρίως– την αναθεώρηση και επέκταση των πρωτοκόλλων ώστε να διασφαλίζεται ότι όλα τα θύματα, ανεξαρτήτως φύλου, αντιμετωπίζονται ισότιμα και χωρίς διακρίσεις. Παρά την επίγνωση αυτών των ελλείψεων, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη περιορίζεται σε γενικές εξαγγελίες και κατευθυντήριες γραμμές, χωρίς να έχει υλοποιηθεί σε βάθος μια πρακτική πολιτική που να καλύπτει τις εξειδικευμένες ανάγκες των ανδρών-θυμάτων.
Η εικόνα αυτή επιδεινώνεται όταν εξετάζουμε τη διαχείριση περιστατικών που αφορούν ανήλικα αγόρια. Οι οικογένειες που επιχειρούν να καταγγείλουν κακοποίηση συχνά καταγγέλλουν απροθυμία ή αδυναμία των αρμόδιων αρχών να δώσουν την ίδια βαρύτητα όπως σε ανάλογες περιπτώσεις που αφορούν κορίτσια. Αυτή η σιωπηρή μεροληψία οδηγεί σε δεύτερη θυματοποίηση των αγοριών, τα οποία βλέπουν την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς να διαλύεται.
Το πρόβλημα επεκτείνεται και στο ζήτημα της εκπαίδευσης και ενημέρωσης των ίδιων των αστυνομικών υπαλλήλων. Οι περισσότεροι καταρτίζονται βάσει πρωτοκόλλων που στηρίζονται σε μια παρωχημένη και μονόπλευρη αντίληψη της έμφυλης βίας, γεγονός που οδηγεί πολλές φορές σε λανθασμένες εκτιμήσεις και διαχείριση περιστατικών. Χωρίς σύγχρονα και πολυδιάστατα εργαλεία, το σύστημα παραμένει ουσιαστικά ανίκανο να ανταποκριθεί στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες.
Παράλληλα, το Υπουργείο Οικογένειας και άλλοι συναρμόδιοι φορείς όπως το ΙΕΠ και το ΚΕΘΙ, αν και έχουν προχωρήσει σε μελέτες και δράσεις για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, δεν έχουν συμπεριλάβει με επάρκεια και συνέχεια την ανδρική διάσταση της βίας στα προγράμματά τους. Αυτό αφήνει ένα σοβαρό θεσμικό κενό που η Πολιτεία αρνείται, μέχρι στιγμής, να αντιμετωπίσει με συνέπεια και στρατηγικό σχεδιασμό.
Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι η επίθεση στην ανδρική βιολογία, την πατρότητα και την αρρενωπότητα –είτε μέσα από δημόσιο λόγο, είτε μέσω πολιτιστικών και εκπαιδευτικών εργαλείων– αποτελεί την πιο ακραία μορφή μισανδρίας. Πρόκειται για μια στοχοποίηση της ίδιας της ύπαρξης και του ρόλου του άνδρα στην κοινωνία, που οδηγεί σε αποδόμηση θεμελιωδών πτυχών της ταυτότητάς του. Μια τέτοια επίθεση δεν μπορεί και δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως “ελευθερία έκφρασης” ή “προοδευτική κριτική”, αλλά ως σοβαρό κοινωνικό και θεσμικό αδίκημα που θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με την ίδια αυστηρότητα που αντιμετωπίζονται ανάλογες μορφές μισογυνίας.
Είναι επιτακτική ανάγκη να αναγνωριστεί ότι η αποτελεσματική καταπολέμηση της έμφυλης βίας απαιτεί πραγματική ισότητα σε όλα τα επίπεδα – και όχι μόνο στα χαρτιά. Η απουσία δράσεων για άνδρες-θύματα και η θεσμική ανοχή προς την υποτίμηση της ανδρικής φύσης δεν είναι απλώς παραλείψεις· είναι σοβαρές μορφές θεσμικής αποτυχίας που εντείνουν τα κοινωνικά προβλήματα αντί να τα επιλύουν.
6. Ψυχική Υγεία & Κοινωνικές Πιέσεις:
Η παραμέληση της ανδρικής ψυχικής υγείας είναι μια ανοιχτή πληγή της δημόσιας πολιτικής. Η έλλειψη ειδικών προγραμμάτων πρόληψης και παρέμβασης για την ψυχική υγεία των ανδρών έχει άμεση σύνδεση με τα υψηλά ποσοστά αυτοκτονιών, κάτι που αποδεικνύει την άμεση ανάγκη για θεσμικές δράσεις (Seager, 2019). Mε την εξαίρεση της προσπάθειας απο την Περιφέρεια Αττικής.
Η παραμέληση της ανδρικής ψυχικής υγείας είναι μια ανοιχτή πληγή της δημόσιας πολιτικής. Οι άνδρες αντιμετωπίζουν ισχυρές κοινωνικές πιέσεις να επιδεικνύουν ανθεκτικότητα, αυτοέλεγχο και «σκληρότητα», χαρακτηριστικά που λειτουργούν ανασταλτικά στην αναζήτηση βοήθειας. Η έλλειψη ειδικών προγραμμάτων πρόληψης και παρέμβασης για την ψυχική υγεία των ανδρών έχει άμεση σύνδεση με τα υψηλά ποσοστά αυτοκτονιών, που σύμφωνα με στοιχεία διεθνών μελετών (Seager, 2019) πλήττουν κυρίως τον ανδρικό πληθυσμό.
Παρά τη γενική ανάπτυξη θεσμών ψυχικής υγείας, η ανδρική διάσταση σπανίως λαμβάνεται υπόψη στις πολιτικές σχεδιασμού. Ειδικότερα, η έλλειψη εξειδικευμένων δομών για άνδρες και η περιορισμένη γνώση των επαγγελματιών υγείας σε θέματα που αφορούν την ανδρική ψυχική κατάσταση (όπως η κατάθλιψη που εκδηλώνεται με εναλλακτικούς τρόπους: επιθετικότητα, εθισμοί, κοινωνική απόσυρση) έχουν οδηγήσει σε ένα διαρκές θεσμικό κενό.
Η εικόνα επιδεινώνεται από το γεγονός ότι οι ήδη υπάρχουσες δομές (κρατικές και ιδιωτικές) αποφεύγουν συχνά να παρέχουν εξειδικευμένη βοήθεια σε άνδρες ή παραπέμπουν σε γενικά προγράμματα χωρίς προσαρμογή στις ανάγκες τους. Αυτή η συστηματική αδιαφορία καθιστά πρακτικά απαγορευτική την πρόσβαση των ανδρών σε κατάλληλη ψυχολογική και ψυχιατρική στήριξη.
Εξαίρεση αποτελεί μια πρόσφατη προσπάθεια από την Περιφέρεια Αττικής, η οποία έχει προχωρήσει σε πρωτοβουλίες που στοχεύουν να καλύψουν το κενό με την ίδρυση πιλοτικών προγραμμάτων στήριξης ανδρών και πατέρων. Ωστόσο, τέτοιες προσπάθειες παραμένουν μεμονωμένες και δεν έχουν ακόμη αποκτήσει την απαιτούμενη κλίμακα ή θεσμική κατοχύρωση σε εθνικό επίπεδο.
7. ΜΜΕ, Δημόσιος Διάλογος & Δήμοι:
Η παρουσίαση των θεμάτων έμφυλης βίας από τα δελτία ειδήσεων και τις ενημερωτικές εκπομπές χαρακτηρίζεται από συστηματική μονομέρεια. Σχεδόν πάντα οι υποθέσεις παρουσιάζονται με τον άνδρα αποκλειστικά ως θύτη και τη γυναίκα ως θύμα, χωρίς να εξετάζονται οι περιπτώσεις όπου άνδρες και αγόρια είναι θύματα ή οι υποθέσεις έχουν πιο περίπλοκα χαρακτηριστικά. Αυτή η πρακτική αναπαράγει στερεότυπα, ενώ αγνοεί την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας.
Η κατάσταση επιδεινώνεται λόγω της τακτικής πρόσκλησης καλεσμένων από ακραίες φεμινιστικές ΜΚΟ, οι οποίες μονοπωλούν τον δημόσιο λόγο, προωθώντας μια ιδεολογικά φορτισμένη αφήγηση που δεν επιδέχεται αντίλογο. Οι εναλλακτικές φωνές, που επιδιώκουν μια ισορροπημένη προσέγγιση του θέματος, είτε αποσιωπούνται είτε παρουσιάζονται με απαξιωτικό τρόπο, ενισχύοντας έτσι τον διχασμό στην κοινωνία.
Παράλληλα, οι δράσεις των Δήμων ακολουθούν την ίδια γραμμή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι Δήμοι Βύρωνα, Ηλιούπολης και Καλλιθέας, όπου οι ημερίδες που έχουν οργανωθεί περιορίζονται αποκλειστικά στη θεματική της βίας κατά των γυναικών, χωρίς καμία αναφορά στη βία που υφίστανται άνδρες ή άλλες πληθυσμιακές ομάδες. Αυτή η μονομέρεια οδηγεί στην εδραίωση μιας στρεβλής κοινωνικής αντίληψης, σύμφωνα με την οποία η βία είναι αποκλειστικά ανδρικό προνόμιο ως θύτη, και ποτέ ως θύματος.
Επιπλέον, χώροι πολιτισμού όπως το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος παρουσιάζουν συχνά εκδηλώσεις και ημερίδες που κρίνονται ως τοξικές και ελάχιστα συμπεριληπτικές. Η έλλειψη ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου, όπου όλες οι πλευρές θα εκπροσωπούνται ισότιμα, εμποδίζει την ανάπτυξη μιας κουλτούρας πραγματικής ισότητας και αλληλοκατανόησης.
8. Τεχνητή Νοημοσύνη & Αλγόριθμοι:
Οι διαδικτυακές πλατφόρμες συνεχίζουν να εμφανίζουν αδυναμία στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση μισανδρικών σχολίων, ενισχύοντας τον φαύλο κύκλο ατιμωρησίας (Murray, 2017).
Οι αλγόριθμοι στις μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες, όπως το Facebook, έχουν εντοπίσει ποικιλία σχολίων που εμπίπτουν στις κατηγορίες ρητορικής μίσους ή επιθετικού λόγου. Εντυπωσιακό είναι το εύρημα ότι μεγάλος αριθμός αυτών των σχολίων προέρχεται από γυναίκες προς άλλες γυναίκες, κάτι που δείχνει ότι η διαδικτυακή βία δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένο φύλο ως θύτη. Ωστόσο, ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η στοχοποίηση αγοριών και ανδρών καταγράφεται σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα, με φράσεις και εκφράσεις που παραμένουν ατιμώρητες ή παραβλέπονται από τα εργαλεία παρακολούθησης.
9. Νομοθετική Ανάλυση & Ελλείψεις Πρωτοκόλλων:
Η ισχύουσα νομοθεσία για την προστασία θυμάτων βίας στερείται θεσμικού μηχανισμού που αναγνωρίζει τις ανδρικές εμπειρίες ως ισότιμες. Η εφαρμογή του Ν. 3500/2006, παρά τη φαινομενική ουδετερότητα φύλου, δεν διασφαλίζει πρακτικά την ισότητα. Οι άνδρες-θύματα αντιμετωπίζουν νομικό και κοινωνικό αποκλεισμό λόγω έλλειψης θεσμοθετημένων υπηρεσιών υποστήριξης, καταφυγίων και εξειδικευμένων δομών.
Σε δημόσιες δηλώσεις, το Υπουργείο Οικογένειας έχει τονίσει την ανάγκη προστασίας “όλων των θυμάτων”, ωστόσο δεν έχουν κατατεθεί συγκεκριμένες προτάσεις νομοθετικών μεταρρυθμίσεων που να καλύπτουν τις ανάγκες των ανδρών. Το ΙΕΠ και το ΚΕΘΙ επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά σε πολιτικές για τις γυναίκες, παραλείποντας οποιαδήποτε αναφορά σε προγράμματα που αφορούν την προστασία αγοριών ή ανδρών από βία.
Η αδιαφορία αυτή δημιουργεί ένα επικίνδυνο θεσμικό κενό, που αναπαράγει την ιδέα ότι οι άνδρες δεν χρειάζονται προστασία ή στήριξη. Στην πραγματικότητα, η ισότητα απαιτεί τη δημιουργία πρωτοκόλλων για όλα τα θύματα βίας, ανεξαρτήτως φύλου.
Θεσμικές Προτάσεις:
- Καθιέρωση εξειδικευμένων γραμμών υποστήριξης για άνδρες-θύματα.
- Θεσμοθέτηση καταφυγίων και υπηρεσιών ψυχολογικής στήριξης για άνδρες και αγόρια.
- Επανασχεδιασμός της εκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ. με στόχο την αναγνώριση ανδρικών εμπειριών βίας.
- Αναβάθμιση των εκπαιδευτικών πολιτικών του ΙΕΠ με θετικά ανδρικά πρότυπα.
- Δημιουργία νομοθετικού πλαισίου που κατοχυρώνει ουσιαστικά την ισότητα προστασίας για όλα τα φύλα.
Ένα από τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα είναι η άρνηση των εκπομπών και των θεσμών να αναγνωρίσουν την ύπαρξη μισανδρίας, ακόμη και όταν αυτή εκφράζεται με ιδιαίτερα σκληρό και στοχοποιητικό τρόπο απέναντι σε άνδρες και αγόρια. Οι τηλεοπτικές εκπομπές, ειδικά στα δελτία ειδήσεων και στις θεματικές εκπομπές που αφορούν τη βία ή τις κοινωνικές σχέσεις, συχνά προβάλλουν μια αφήγηση όπου ο άνδρας εμφανίζεται μόνιμα ως ο θύτης και η γυναίκα ως το θύμα. Αυτή η μονοδιάστατη παρουσίαση, ακόμα και όταν περιλαμβάνει ανοικτή υποτίμηση, διακωμώδηση ή δυσφήμιση των ανδρών, δεν χαρακτηρίζεται ως μισανδρία – αλλά αντίθετα, αντιμετωπίζεται ως κοινωνικά αποδεκτή ή ακόμα και “εκπαιδευτική”.
Αυτό το φαινόμενο επιτείνεται όταν η θεματολογία εστιάζει αποκλειστικά στη βία κατά των γυναικών, παραβλέποντας το γεγονός ότι και οι άνδρες αποτελούν σημαντικό ποσοστό θυμάτων βίας. Οι εκπομπές, ακόμη κι όταν φτάνουν στο σημείο να επιδεικνύουν μορφές ρητορικής ή συμβολικής βίας κατά των ανδρών –είτε μέσω σχολίων, είτε μέσω επιλογής υλικού– δεν θεωρούν ότι παραβιάζουν κάποιο όριο. Το ίδιο ισχύει και για τις θεσμικές αντιδράσεις: ενώ υπάρχει έντονη ευαισθησία απέναντι σε φαινόμενα μισογυνισμού, δεν υπάρχει αντίστοιχη ευαισθησία ή νομική αναγνώριση της μισανδρίας, με αποτέλεσμα η στοχοποίηση ανδρών και αγοριών να περνά απαρατήρητη ή και να ενισχύεται.
Συχνά, αυτή η τακτική δεν περιορίζεται μόνο σε μεμονωμένα περιστατικά αλλά αφορά τη συνολική πολιτική μιας εκπομπής ή ακόμα και ολόκληρου καναλιού, το οποίο δεν επιδεικνύει καμία πρόθεση να εξασφαλίσει ισορροπία ή αντικειμενικότητα. Αντίθετα, υπάρχει μια τάση ενίσχυσης αυτής της αφήγησης, ακόμα και όταν προκύπτουν ενστάσεις από το κοινό ή από επαγγελματίες που ζητούν πιο δίκαιη παρουσίαση. Έτσι, διαμορφώνεται μια τοξική πραγματικότητα, στην οποία η μισανδρία δεν μόνο δεν αναγνωρίζεται, αλλά λειτουργεί υπογείως ως αποδεκτός μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου και δημόσιας τιμωρίας.
————————————————————————————-
Βιβλιογραφία:
- Farrell, W. (1993). The Myth of Male Power. Berkley.
- Nathanson, P., & Young, K. (2001). Spreading Misandry: The Teaching of Contempt for Men in Popular Culture. McGill-Queen’s University Press.
- Flood, M. (2019). Engaging Men and Boys in Violence Prevention. Palgrave Macmillan.
- Cook, P. (2009). Abused Men: The Hidden Side of Domestic Violence. Praeger.
- Scourfield, J. (2015). Gender and Child Protection. Palgrave.
- Holter, Ø. G. (2014). What’s in it for Men? Old Question, New Data. Men and Masculinities.
- Douglas, E. M., & Hines, D. A. (2011). The Helpseeking Experiences of Men Who Sustain Intimate Partner Violence. Journal of Family Violence.
- Seager, M. (2019). The Masculinity Conspiracy. Routledge.
- Murray, S. J. (2017). Male Victims of Intimate Partner Violence. Canadian Journal of Criminology.
- Messner, M. A. (1997). Politics of Masculinities: Men in Movements. SAGE.
- Sommers, C. H. (2000). The War Against Boys. Simon & Schuster.
- Wright, P. J., & Tokunaga, R. S. (2016). Men’s Objectification of Women and the Likelihood of Sexual Aggression. Aggression and Violent Behavior.
- Kimmel, M. (2006). Manhood in America: A Cultural History. Oxford University Press.
ΑπάντησηΠροώθηση |
Comments are closed.